- επετήσιος
- ἐπετήσιος, -ον (Α)1. αυτός που διαρκεί όλο το έτος2. αυτός που γίνεται κάθε χρόνο, ενιαύσιος3. (το ουδ. ως επίρρ.) ἐπετήσιονγια ένα έτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ετήσιος (< έτος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπετήσιος — from year to year masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπετήσιον — ἐπετήσιος from year to year masc/fem acc sg ἐπετήσιος from year to year neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπετησίοις — ἐπετήσιος from year to year masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπετησίους — ἐπετήσιος from year to year masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπετησίῳ — ἐπετήσιος from year to year masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ήσιος — κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής. Στην Αρχαία η κατάλ. ήσιος εμφανίζεται, κυρίως, αφ ενός μεν σε θέματα με χαρακτήρα οδοντικό (πρβλ. βιοτήσιος, φιλοτήσιος κ.ά.), αφ ετέρου δε σε επίθετα που έχουν χρονική σημασία (πρβλ … Dictionary of Greek
τελεσφορία — ἡ, Α [τελεσφόρος] 1. μύηση σε μυστήρια, μυσταγωγία («τελεσφορία ἐπετήσιος», Καλλ.) 2. (γενικά) κάθε εορτή ή τελετή όμοια με μύηση 3. η καταβολή τέλους, φόρου 4. ωρίμαση καρπού … Dictionary of Greek